φιτυμα

φιτυμα
    φίτυμα
    φίτῡμα
    -ατος (ῑ) то досл. побег, отпрыск, перен. дитя Aesch., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιτυμα" в других словарях:

  • φίτυμα — ύματος, τὸ, Α [φιτύω] 1. κλαδί, βλαστάρι 2. μτφ. τέκνο, παιδί («μητροκτόνον φίτυμα, ποινάτωρ πατρός», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • φίτυμα — φίτῡμα , φίτυμα shoot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULLUS — I. PULLUS puer effeminatus antiquis, quem Catamitum alias dixêre. Festus, Antiqui puerum, quem quis amabat, pullum eius dicebant. Graecis eôdem sensu πῶλος, ut et de meretrice. Hesych. πῶλος, ἐταῖρα. Πώλους γὰρ αύτὰς ἔλεγον, οἷον ἀφροδίτης πώλους …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φίτυ — τὸ, Α (ποιητ. τ.) φίτυμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ τυ (για το σπάνιο επίθημα τυ, πρβλ. ἄσ τυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή *bhū τής ΙΕ ρίζας *bhew «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»